- αντιασθματικός
- η , ό[ν] мед. противоастматический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντιασθματικός — ή, ό (για φάρμακα) αυτός που χρησιμοποιείται για θεραπεία του βρογχικού άσθματος … Dictionary of Greek
αντιασθματικός — ή, ό αυτός που θεραπεύει το βρογχικό άσθμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)